μήνυση

μήνυση
(Νομ.). Η από μέρους του παθόντος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου καταγγελία στις αρμόδιες διωκτικές αρχές (εισαγγελέα, αστυνομία κ.ά.) μιας αξιόποινης πράξης, της οποίας ο μηνυτής έλαβε γνώση με οποιονδήποτε τρόπο. Ο όρος μ. χρησιμοποιείται για την καταγγελία των αδικημάτων που διώκονται αυτεπάγγελτα, και όχι με έγκληση. Διαφέρει, εξάλλου, η μ. από την υποχρεωτική ανακοίνωση της εκτέλεσης ή της προπαρασκευής αξιόποινου αδικήματος στις καταδιωκτικές αρχές επειδή είναι προαιρετική, δηλαδή αποτελεί δικαίωμα και όχι υποχρέωση του μηνυτή. Για την υποβολή της μ. δεν επιβάλλονται από τον νόμο περιορισμοί όσον αφορά την ιθαγένεια, την ηλικία, την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, κ.ά. Μπορεί να υποβληθεί και με πληρεξούσιο. Η υποβολή της μ. γίνεται σε οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο και απευθύνεται στον εισαγγελέα· είναι είτε προφορική είτε εγγραφή, χωρίς να υποβάλλεται σε ιδιαίτερο τύπο, αρκεί να περιέχει τα στοιχεία του αδικήματος, το όνομα του δράστη, αν είναι γνωστός, και οπωσδήποτε το όνομα του μηνυτή. Κατά την κατάθεση της μ. ο ανακριτικός υπάλληλος συντάσσει σχετική έκθεση, η οποία πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που προβλέπουν τα άρ. 148-153 του ΚΠΔ και ιδιαίτερα την χρονολογία, τα ονοματεπώνυμα των προσώπων που συμπράττουν και τις σχετικές υπογραφές, διαβιβάζεται στη συνέχεια χωρίς αναβολή στον εισαγγελέα. Ο εισαγγελέας, μετά την υποβολή της μ., είναι υποχρεωμένος να ενεργήσει την ποινική δίωξη η οποία συνίσταται στην παραγγελία για ανάκριση ή προανάκριση ή στις περιπτώσεις που επιτρέπεται να εισάγει την υπόθεση στο ακροατήριο απευθείας ή και να βάλει αμέσως τη μ. στο αρχείο αν είναι νομικά αστήρικτη ή φανερά αβάσιμη κατά την ουσία, τηρώντας τη νόμιμη διαδικασία. Επίσης μπορεί να διατάξει ή να ενεργήσει ο ίδιος προκαταρκτική εξέταση πριν αποφασίσει μία από τις παραπάνω περιπτώσεις για την τύχη της μ. Αντίθετα προς την έγκληση, η οποία είναι ανακλητή, η μ. που υποβλήθηκε δεν ανακαλείται.
* * *
η (Α μήνυσις και δωρ. τ. μάνυσις) νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μηνύω, η προφορική ή γραπτή καταγγελία στις αρμόδιες ανακριτικές αρχές αξιόποινης πράξης η οποία διώκεται αυτεπάγγελτα
αρχ.
1. παροχή πληροφοριών, μήνυμα
2. προοιώνισμα, προειδοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηνύω. Βλ. λ. μήνυμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μήνυση — η καταγγελία αξιόποινης πράξης ή παράνομης ενέργειας στις δικαστικές αρχές, η αγωγή: Θα σου κάνω μήνυση για εξύβριση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηνύσῃ — μηνύσηι , μήνυσις laying of information fem dat sg (epic) μηνύ̱σῃ , μηνύω disclose what is secret aor subj mid 2nd sg μηνύ̱σῃ , μηνύω disclose what is secret aor subj act 3rd sg μηνύ̱σῃ , μηνύω disclose what is secret fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενίας γραφή — Μήνυση που μπορούσε να υποβάλει κάθε πολίτης της αρχαίας Αθήνας με πλήρη πολιτικά δικαιώματα εναντίον κάθε ξένου που αντιποιόταν δικαιώματα Αθηναίου πολίτη ενώ ήταν από άλλη πόλη και μόνο σαν μέτοικος μπορούσε να παραμένει στην Αθήνα …   Dictionary of Greek

  • δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες …   Dictionary of Greek

  • ενδεικνύω — (AM ἐνδεικνύω και ἐνδείκνυμι) Ι. δείχνω, δηλώνω, φανερώνω αρχ. 1. δείχνω, υποδεικνύω σε κάποιον να πράξει κάτι («τοιαᾱτα ἐκάστοις ἐνδεικνῡσα τὰ ἔργα») 2. υποβάλλω μήνυση, καταγγέλλω («ένδείκνυμι ταῑς ἀρχαῑς») ΙΙ. (γ εν. πρόσ. ενεστ. μέσης φωνής)… …   Dictionary of Greek

  • μήνυμα — Φράση που περιέχει κάποια είδηση ή αγγελία. Ειδοποίηση, παραγγελία, μαντάτο. ηλεκτρονικό μ. Βλ. λ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. * * * το (ΑΜ μήνυμα, Μ και μήνυμαν) ειδοποίηση μέσω κάποιου προσώπου ή εγγράφως, παραγγελία, εντολή («κατὰ τὸ μήνυμα… …   Dictionary of Greek

  • νοτωρία — νοτωρία, ἡ (Μ) μήνυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. notōrium «μήνυση»] …   Dictionary of Greek

  • φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες …   Dictionary of Greek

  • έγκληση — η 1. κατηγορία, καταγγελία, μήνυση. 2. (νομ.), μήνυση που γίνεται από το θύμα ή από όποιον έχει δικαίωμα, για αξιόποινη πράξη που δε διώκεται αυτεπάγγελτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έγκληση — Η έκφραση της θέλησης για την εκδίωξη μιας αξιόποινης πράξης. Για τον σκοπό αυτό γίνεται προσφυγή στην αρμόδια δημόσια αρχή (αστυνομία, εισαγγελέα) από τον παθόντα. Υπάρχουν αξιόποινες πράξεις οι οποίες προσβάλλουν τα συγκεκριμένα άτομα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”